φουξίνη — η (χημ.), κόκκινη χρωστική ουσία χρήσιμη στην κυτταρολογία και τη βακτηριολογία, καθώς και στη βαφή μαλλιού, μεταξιού, μπαμπακιού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκοολάντοχος — η, ο Μικρβλ. λέγεται για βακτηρίδια που όταν χρωματίζονται με φουξίνη δεν είναι δυνατόν να αποχρωματιστούν με οινόπνευμα το «βακτηρίδιο τού Κωχ» είναι ταυτόχρονα αλκοολάντοχο και οξυάντοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αντοχή … Dictionary of Greek
οξεάντοχος — και οξυάντοχος, η, ο (βιολ. ιατρ.) χαρακτηρισμός ομάδας βακτηρίων που, ύστερα από χρώση τους με φαινικούχα φουξίνη, ανθίστανται στον αποχρωματισμό τους με νιτρικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ) * + αντοχή] … Dictionary of Greek
παραφουξίνη — η χημ. χρωστική ύλη που περιέχεται σε μικρές ποσότητες στην φουξίνη, από την οποία διαφέρει μόνον ως προς το ότι περιέχει στο μόριό της μια ομάδα μεθυλίου λιγότερη … Dictionary of Greek
ροζανιλίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, βάση συζυγής προς τη φουξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rosaniline < ros (< λατ. rosa «ρόδο») + aniline «ανιλίνη»] … Dictionary of Greek