φουξίνη

φουξίνη
η, Ν
χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fuchsine < fuchsia (βλ. λ. φούξια) + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουξίνη — η (χημ.), κόκκινη χρωστική ουσία χρήσιμη στην κυτταρολογία και τη βακτηριολογία, καθώς και στη βαφή μαλλιού, μεταξιού, μπαμπακιού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκοολάντοχος — η, ο Μικρβλ. λέγεται για βακτηρίδια που όταν χρωματίζονται με φουξίνη δεν είναι δυνατόν να αποχρωματιστούν με οινόπνευμα το «βακτηρίδιο τού Κωχ» είναι ταυτόχρονα αλκοολάντοχο και οξυάντοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αντοχή …   Dictionary of Greek

  • οξεάντοχος — και οξυάντοχος, η, ο (βιολ. ιατρ.) χαρακτηρισμός ομάδας βακτηρίων που, ύστερα από χρώση τους με φαινικούχα φουξίνη, ανθίστανται στον αποχρωματισμό τους με νιτρικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(υ) * + αντοχή] …   Dictionary of Greek

  • παραφουξίνη — η χημ. χρωστική ύλη που περιέχεται σε μικρές ποσότητες στην φουξίνη, από την οποία διαφέρει μόνον ως προς το ότι περιέχει στο μόριό της μια ομάδα μεθυλίου λιγότερη …   Dictionary of Greek

  • ροζανιλίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, βάση συζυγής προς τη φουξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rosaniline < ros (< λατ. rosa «ρόδο») + aniline «ανιλίνη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”